μαψαύραι

μαψαύραι
μαψαῡραι, -ῶν, αἱ (Α)
1. ασθενείς τοπικές πνοές ανέμου που δεν έχουν συγκεκριμένη διεύθυνση
2. φρ. «μαψαῡραι στόβοι» — κενές καυχησιολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. τής οποίας α' συνθετικό είναι το ρ. μάρπτω «συλλαμβάνω, πιάνω» και β' συνθετικό η λ. αὔρα «η αύρα που χαράζει το νερό» (πρβλ. ἄναυρος), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δύο λέξεις: μάψ αὖραι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαψαῦραι — random breezes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψαύραις — μαψαύ̱ραις , μαψαῦραι random breezes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψαύρας — μαψαύ̱ρᾱς , μαψαῦραι random breezes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”